Γράφει ο Δημήτρης Πολυχρόνης
Τον τελευταίο χρόνο, βλέπουμε ολοένα και περισσότερο μια μεγάλη αδυναμία της Αριστεράς στην Ελλάδα να αποτελέσει έναν ισχυρό αντιπολιτευτικό πόλο. Έναν πόλο που θα μπορούσε να αρθρώσει ρηξικέλευθο λόγο και να εμπνεύσει τους πολίτες για μία εναλλακτική κυβερνητική πρόταση, απέναντι στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της κυβέρνησης του Κ. Μητσοτάκη. Ωστόσο, οι πραγματικοί λόγοι ξεπερνούν τον τελευταίο χρόνο και σίγουρα ξεπερνούν και τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ως πλειοψηφική της δύναμη. Φτάνουν δεκαετίες πίσω και κυρίως στον τρόπο με τον οποίο έχει μάθει να αναπαράγεται η Αριστερά ως συλλογικό κεκτημένο. Σε αυτό το κείμενο δεν αναδεικνύονται τόσο συγκεκριμένα πρόσωπα όσο συγκεκριμένες συμπεριφορές που, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς, αποτελούν ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο που «κληρονομείται» ως μαθημένη συμπεριφορά και πρακτική.
Αδυναμία υιοθέτησης προτεραιοτήτων
Το μεγαλύτερο, ίσως, πρόβλημα που αντιμετωπίζει το σύνολο της Αριστεράς στην Ελλάδα είναι η αδυναμία να ξεχωρίσει το πρωτεύον από το δευτερεύον. Με άλλα λόγια, να αντιληφθεί ποια είναι τα πραγματικά διακυβεύματα της εποχής και να επικεντρωθεί σε αυτά, αφήνοντας στην άκρη λιγότερο σημαντικά ή λιγότερο επίκαιρα ζητήματα. Για παράδειγμα, όταν αυτό που απασχολεί περισσότερο τους πολίτες είναι η στεγαστική ανεπάρκεια, η ακρίβεια βασικών αγαθών και οι χαμηλοί μισθοί, με το να επικεντρώνεις όλες σου τις αντιπολιτευτικές δυνάμεις ενάντια στον πόλεμο στην Ουκρανία δίνεις λανθασμένα μηνύματα και απομακρύνεις από κοντά σου πολίτες που ξυπνούν και κοιμούνται με την ανησυχία για το πώς θα τα βγάλουν πέρα μέσα στον μήνα. Αυτό είναι κάτι που το συναντήσαμε έντονα το 2007, όπου τη στιγμή που εντατικοποιούνταν και υποβαθμίζονταν οι σπουδές δεκάδων χιλιάδων φοιτητών, ορισμένες Αριστερές παρατάξεις μέσα στο πανεπιστήμιο επικεντρώνονταν στο πώς θα εκλέγονται οι κοσμήτορες και οι πρυτάνεις. Ένα ζήτημα που στην πραγματικότητα δεν αφορούσε άμεσα κανέναν φοιτητή και είχε ως συνέπεια να υποβαθμιστεί η συζήτηση και να εγκαταλειφθεί κάθε κινηματικό ενδιαφέρον. Η ιστορία δυστυχώς βρίθει από παρόμοιες ιστορίες που είχαν ως αποτέλεσμα είτε την αδρανοποίηση είτε ακόμα και την απομάκρυνση κριτικά σκεπτόμενων ανθρώπων.
Εμμονή σε θέσεις και ιδέες κενού περιεχομένου
Πολλές από τις συζητήσεις που έχουν απασχολήσει για εξαιρετικά μεγάλα χρονικά διαστήματα διαφόρων ειδών όργανα, επιτροπές και ομάδες εργασίας μέσα σε συλλόγους, κόμματα, παρατάξεις και συλλογικότητες, αποδεικνύεται εκ των υστέρων ότι δεν παράγουν κανένα ουσιαστικό ή πρακτικό αποτέλεσμα. Συνήθως, αυτές οι συζητήσεις χαρακτηρίζονται από μία τάση όσων συμμετέχουν στο να εμμένουν δογματικά σε ορισμένες θέσεις και ιδέες που ενδύονται με ιδεολογικές και ταυτοτικές αιτιάσεις με στοιχεία δογματισμού. Συχνά, αυτές τις αιτιάσεις τις βλέπουμε σε επιτροπές παραγωγής θέσεων ή καταστατικού και συνοδεύονται από έντονες διαφωνίες σχετικά με την «αριστερότητα» ή την «δημοκρατικότητα» μιας θέσης ή μιας διάταξης. Σπάνια αιτιολογούνται μέσα από επιχειρήματα με βάση την λογική ή τον επιδιωκόμενο σκοπό και όταν αυτό επιτυγχάνεται, η συζήτηση μετατρέπεται σε ρινγκ συνδικαλιστικού χαρακτήρα, καταλήγοντας σε διαπραγματεύσεις μεταξύ ομαδοποιήσεων. Το αποτέλεσμα είναι να απομακρύνονται άνθρωποι και συλλογικότητες που αδυνατούν να αντιπαρατεθούν με αυτούς τους όρους και οι τελικές αποφάσεις να αποτελούν ένα ανομοιογενές κράμα από ασύνδετες και ανεφάρμοστες διατάξεις που τελικά δεν υιοθετούνται από κανέναν.
Ιδιοτέλεια και προσωπικές στρατηγικές
Η ιδιοτέλεια εντοπίζεται κυρίως σε ματαιόδοξα στελέχη που ονειρεύονται το πέρασμα τους στην άρχουσα κομματική τάξη. Συναντάται περισσότερο ορατά σε διάφορες οργανώσεις και λιγότερο φανερά σε χώρους νεολαίων που επηρεάζονται από μεγαλύτερους «μέντορες» και συνοδεύονται από χάδια στα αυτιά σχετικά με το πόσο σπουδαίοι και μαχητικοί νεολαίοι είναι. Εκτελείται από μεγαλύτερους σε ηλικία «καθοδηγητές» που παινεύουν και εξυψώνουν ηθικά τους νεολαίους που έχουν μέσα τους έναν ιδεαλισμό. Τους παραμυθιάζουν με ιδέες και μεγάλα σχέδια στα οποία αυτοί θα είναι μπροστάρηδες και τους πείθουν τελικά να τρέξουν μαζί τους για «καμπάνιες» στις οποίες, εντελώς τυχαία, αυτοί θα αποκομίσουν πολιτικά οφέλη που εξαργυρώνουν αργότερα με σταυρούς σε διάφορα ψηφοδέλτια. Αυτό βεβαίως δεν είναι απαραίτητα βλαπτικό και ίσως να ήταν πολύ χρήσιμο αν έμενε μόνο εκεί. Τα προβλήματα ξεκινούν όταν ο «ομαδάρχης κατασκήνωσης» αρχίζει να εναντιώνεται σε δυνητικούς του αντιπάλους και εργαλειοποιεί τους νεολαίους που επηρεάζει προς αυτή την κατεύθυνση. Κάπου εκεί, οι νεολαίοι παύουν να είναι πραγματικοί ιδεαλιστές και αρχίζουν να μετατρέπονται σε πειθήνια όργανα που εγκλωβίζονται σε ομαδοποιήσεις που ξεκινούν με διαφωνίες προσωπικού χαρακτήρα και μεθοδικά μετατρέπονται σε πολιτικές διαφωνίες κενού περιεχομένου, σαν αυτές που αναλύθηκαν νωρίτερα.
Αυτές οι τρεις συμπεριφορές είναι οι κυριότερες που μπορεί να εντοπίσει εύκολα κανείς μέσα στο πέρασμα των χρόνων. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις δεν είναι συμπτωματική και αποτελεί παρατήρηση επαναλαμβανόμενων συμπεριφορών – μοτίβων – βυζαντινισμού που συναντά κανείς σε όλο το φάσμα των κομμάτων και συλλογικοτήτων της Αριστεράς στην Ελλάδα. Με μαθηματική ακρίβεια οδηγούν, αργά ή γρήγορα, σε μεγαλειώδεις διασπάσεις που σπάνια γεφυρώνονται. Συνοδεύονται από διχαστικό και μισαλλόδοξο λόγο που υπερβαίνει σε ένταση και διάρκεια τον αντιπολιτευτικό λόγο ενάντια στη δεξιά και τις κυβερνητικές της πολιτικές, με αποτέλεσμα να αναρωτιούνται, και δικαίως, οι πολίτες: «Αυτοί δεν μπορούν να τα βρουν μεταξύ τους, θα ανατρέψουν τον Μητσοτάκη;».
Το πώς ανατρέπεται αυτός ο φαύλος κύκλος είναι μια άλλη συζήτηση, η οποία όμως δε γίνεται ποτέ. Αναβάλλεται έπειτα από τη μέθη κάθε μικρής ή μεγάλης νίκης.