Άρθρο της Μαρίας Τζαμπάζη στην ΕΠΟΧΗ
“Έλα μωρέ, ένα γυφτάκι ήταν”.
Ναι, έτσι είπαν πολλοί για την Όλγα. Έτσι σκέφτηκαν. Έτσι ένιωσαν.
Λίγες μέρες πριν, παρακολουθήσαμε όλοι συγκλονισμένοι τον μαρτυρικό θάνατο της 8χρονης που ξεψύχησε παρασυρόμενη από την βαριά καγκελόπορτα εργοστασίου στο Κερατσίνι.
Την Όλγα όμως δεν την σκότωσε η πόρτα. Την Όλγα την σκότωσε η αδιαφορία. Την σκότωσαν τα στερεότυπα. Την σκότωσε ο ρατσισμός. Την σκότωσε ο κοινωνικός αποκλεισμός. Η Όλγα δολοφονήθηκε. Ναι, δολοφονήθηκε από ανθρώπους «βολεμένους», «νοικοκυραίους», «κυρ Παντελήδες» που περνούσαν από δίπλα της όσο ψυχορραγούσε χωρίς να την βοηθήσουν, χωρίς να της δώσουν την ευκαιρία να σωθεί. Ανθρώπους που με ευκολία την κλοτσούσαν για να δουν αν ζει ακόμα αλλά τους ήταν δύσκολο να την σηκώσουν από το έδαφος. Δολοφονήθηκε από την αδιαφορία για τα “γυφτάκια”.
Είναι όμως μόνο οι «κυρ Παντελήδες» αυτού του τόπου που δεν θέλουν τους τσιγγάνους; Όχι. Με βεβαιότητα και μεγάλη σιγουριά, όχι. Τους τσιγγάνους δεν τους θέλει κανείς. Δεν μας θέλει κανείς.
Σύμφωνα με παλαιότερη έρευνα, το 72% του ελληνικού πληθυσμού δεν αποδέχεται τους Ρομά. Το εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι αν όλο αυτό το ποσοστό είναι αυτό που λέμε ακροδεξιοί ρατσιστές. Η απάντηση φυσικά είναι όχι, δεν μπορεί το 72% των Ελλήνων να είναι ρατσιστές. Με το νούμερο αυτό όμως συνειδητοποιεί κανείς πως, ακόμα και άνθρωποι που είναι πιο δεκτικοί σε άλλες διαφορετικότητες, δεν αποδέχονται την συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα και ας διαβιούν στον ελλαδικό χώρο από τον 11ο αιώνα μ.Χ.. Τους θεωρούν ξένους, μιερούς, γύφτους. Αρκεί και μόνο να αναρωτηθεί ο καθένας πόσες φορές έχει αγνοήσει ένα παιδί που έχει δει στον δρόμο να κινδυνεύει από κρύο, πείνα, η γονική αμέλεια, για να απαντηθεί το ερώτημα.
Άλλωστε, πώς να αποδεχτείς κάτι που δεν γνωρίζεις; Και πόσοι προσπάθησαν όλα αυτά τα χρόνια να μας γνωρίσουν; Ελάχιστοι, είναι η απάντηση. Κάποιοι με οριενταλισμό και φολκλόρ διάθεση, που όχι μόνο δεν βοηθούν αλλά δίνουν λανθασμένες και παλιακές εικόνες των Ρομά προς τα έξω και άλλοι με ιδιοτελείς σκοπούς. Κάπηλοι ευρωπαϊκών ή και εγχώριων προγραμμάτων για την κοινωνική ένταξη των Ρομά που έκαναν την εμφάνισή τους στις κοινωνίες των τσιγγάνων ως σωτήρες της φυλής που θα άλλαζαν τον κόσμο τους. Όταν όμως τελείωνε η παρατήρηση για κάποια πανεπιστημιακή εργασία στην πρώτη περίπτωση και τα κονδύλια στην δεύτερη, οι Ρομά αφήνονταν και πάλι στην μοίρα τους.
Κάπως έτσι έχει προκύψει το λανθασμένο συμπέρασμα «αυτοί έτσι είναι, έτσι τους αρέσει να ζουν». Θέλουν, λέει, να ζουν ελεύθεροι και μακριά από τους «άλλους».
Σε κανένα ανθρώπινο ον δεν αρέσει να ζει στη λάσπη, χωρίς ρεύμα, χωρίς νερό και με την ανάγκη εύρεσης εργασίας και τροφής καθημερινά. Σε κανέναν δεν αρέσει να τον χλευάζουν, να τον περιθωριοποιούν, να τον θεωρούν άνθρωπο τρίτης κατηγορίας. Να ζει αποκομμένος από την υπόλοιπη κοινωνία, να μην έχει τις ίδιες ευκαιρίες με τον υπόλοιπο κόσμο. Να είναι αναγκασμένος να ζει γκετοποιημένος σε οικισμούς ή καταυλισμούς μαζί με τους όμοιούς του που θα τον προστατεύσουν από τον ρατσισμό της κοινωνίας. Σε κανέναν δεν αρέσει να ζει έρμαιο της παραβατικότητας που επιβάλλεται σε κάθε γκέτο αυτού του πλανήτη.
Η ανάγκη της κοινωνικής ένταξης των τσιγγάνων είναι πλέον επιβεβλημένη. Η Ευρώπη, κάθε 6 χρόνια, ανακοινώνει σύσταση προς τα κράτη μέλη σχετικά με την ένταξη και την ισότητα των Ρομά για να ενισχυθεί η δέσμευση τους ουσιαστικά σε ό,τι αφορά την ίση και δίκαιη πρόσβαση στους τομείς της υγείας, της εκπαίδευσης, της απασχόλησης και της στέγασης. Η πραγματικότητα βέβαια στα περισσότερα κράτη μέλη απέχει κατά πολύ από το όραμα. Σε ελάχιστες περιπτώσεις υπάρχει πάγια κυβερνητική πολιτική που να βοηθά προς αυτήν την κατεύθυνση. Και πώς να πετύχει, άλλωστε, η ένταξη αν δεν σπάσουν τα γκέτο. Αν δεν υπάρξει η κοινωνικοποίηση του πληθυσμού. Σε καμία ομάδα κλειστή και αποκομμένη δε μπορεί να επέλθει η αλλαγή.