«Έρχονται οι «ξένοι» να αλλοιώσουν… την αριστερά μας;» του Δ. Πολυχρόνη

Τελευταία, το ερώτημα κατά πόσο ο ΣΥΡΙΖΑ θα απολέσει ή θα διατηρήσει το αριστερό του πρόσημο στον δρόμο προς τη διεύρυνση και το άνοιγμα στο προοδευτικό κέντρο, απασχολεί ένα μεγάλο μέρος του κόμματος και ενδεχομένως όχι άδικα.

Για ποια αριστερά μιλάμε;

Ωστόσο, το ερώτημα δεν είναι το «πόση» αριστερά θα χωράει στον μεταδιευρυμένο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά το ποια είδη αριστεράς θα είναι αυτά και με ποια χαρακτηριστικά θα εκφράζονται. Όσοι ασχολούνται σοβαρά με την πολιτική και κινηματική υπόθεση της αριστεράς είναι σε θέση να διακρίνουν ότι αυτή δεν είναι κάποιο είδος μαγικού φίλτρου που κάθε φορά πρέπει να αποφασίσουμε πόσο «λίγο ή πολύ» θα βάλουμε στις ιδεολογικές και πολιτικές μας διακηρύξεις με σκοπό να συμπεριλάβουμε ή να αποκλείσουμε κάποιον. Άλλωστε, επί της ουσίας ποτέ δεν τέθηκε ερώτημα για την αλλαγή ιδεολογικής ή πολιτικής κατεύθυνσης του ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, το ζήτημα του στίγματος και της «ποιότητας» της αριστεράς που θέλουμε είναι υπαρκτό και διαρκώς ανοιχτό. Τα ερωτήματα δε, το θέτει η ίδια η πραγματικότητα, που πολλές φορές έρχεται να διαψεύσει ή να επαληθεύσει τις επιλογές μας.

Με ποιους/ες αριστερούς/ές;

Ο Αλέξης Τσίπρας και η πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2015 κατηγορήθηκαν από μια μειοψηφία του κόμματος, τότε, για τον επώδυνο συμβιβασμό που οδήγησε στην ψήφιση του Μνημονίου. Οι τότε επικριτές μας αποχώρησαν, δηλώνοντας σε όλους τους τόνους ότι κρατάνε ψηλά το αριστερό τους φρόνημα και ανάστημα. Τρία χρόνια μετά είδαμε ορισμένους από αυτούς στις διαδηλώσεις για τη Μακεδονία πλάι σε πάσης φύσεως ακροδεξιούς και φασίστες, ή ακόμα και σε κανάλια ναζιστών. Η καθημερινότητα όμως μας έφερε αντιμέτωπους και με ιστορίες ανθρώπων που παρέμειναν. Ανθρώπων που ενώ μπορεί να είχαν αριστερές καταβολές και παρακαταθήκες αγώνων, κατέληξαν να εμφανίζουν μικροαστικά σύνδρομα και αλαζονικές συμπεριφορές, απόρροια της συνεχούς έκθεσης τους σε πάσης φύσεως αξιώματα. Συμπεριφορές και στάσεις που όχι μόνο δε συνάδουν με τα ήθη της αριστεράς και μας εκθέτουν όλους, αλλά ταυτόχρονα κατέδειξαν και την αδυναμία του ίδιου του κόμματος να επιβάλλει δεοντολογικούς και συμπεριφορικούς κανόνες σεβαστούς από όλους.

Να μιλήσουμε για κανόνες και διαδικασίες.

Στο δρόμο για το συνέδριο, ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να ξεκαθαρίσει όλα αυτά τα ζητήματα και να θεσπίσει τέτοιους κανόνες και όργανα ελέγχου με πληρότητα, ουσία και περιεχόμενο. Πρέπει να συγκεκριμενοποιήσει και να εξειδικεύσει έναν δεοντολογικό κώδικα περιγράφοντας με σαφήνεια και χωρίς δυνατότητες αμφισβήτησης ή παρανόησης, ζητήματα που ανάγονται σε συμπεριφορές, στάσεις και υποχρεώσεις και τρόπους τήρησής τους.

Το κόμμα θα πρέπει να αποκτήσει ουσιαστική οργανωτική υπόσταση, λειτουργώντας ως καταλύτης και δυναμικός παράγοντας εξελίξεων. Οφείλουμε να περιγράψουμε με ακρίβεια τις αρμοδιότητες και τις ευθύνες των κομματικών οργάνων και των τρόπων λειτουργίας τους για τη λήψη των αποφάσεων. Να δώσουμε ουσιαστικό ρόλο στο έργο των βουλευτών, αποδεσμεύοντάς τους από τη συνεχόμενη βάσανο της επανεκλογής τους, τηρώντας ανώτερο αθροιστικό όριο θητειών χωρίς αστερίσκους και παραθυράκια. Θα πρέπει να ορίσουμε εκ νέου το ύψος της παρακράτησης της βουλευτικής αποζημίωσης βάζοντας στην εξίσωση παράγοντες όπως ο κατώτατος μισθός, η ανεργία, το ανώτερο μισθολογικό κλιμάκιο του δημοσίου και τις ιδιαιτερότητες ανά εκλογική περιφέρεια.

Με δικαιοσύνη και ισοτιμία για όλα τα μέλη.

Να συνηγορήσουμε ότι οι επιλογές προσώπων για τη στελέχωση είτε των κομματικών οργάνων, είτε των κυβερνητικών χαρτοφυλακίων, είτε των κρατικών αξιωμάτων κ.α. δεν είναι μια υπόθεση «λίγων και εκλεκτών» που αποφασίζουν σε κλειστά γραφεία ή διαδρόμους. Πόσο μάλλον δε θα πρέπει να είναι μια διαδικασία εξυπηρέτησης προσωπικών, τασικών και μικροπολιτικών συμφερόντων που πυροδοτούν το αίσθημα δικαιοσύνης ανάμεσα στα μέλη και ακυρώνουν το συγκριτικό πλεονέκτημα του ΣΥΡΙΖΑ έναντι της μεγάλης πλειοψηφίας του πολιτικού συστήματος. Να δείξουμε, τελικά, ότι το ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς είναι υπαρκτό, μετρήσιμο, υπολογίσιμος παράγοντας και όχι κενό γράμμα ή ένα σύνθημα που θυμόμαστε μόνο όταν κατεβαίνουμε στον δρόμο.

Επομένως, το ερώτημα το οποίο τίθεται δεν είναι «πόση» αριστερά θέλουμε, αλλά πώς θα θωρακίσουμε και θα εμπλουτίσουμε αυτήν που ήδη έχουμε. Μια αριστερά που έτσι κι αλλιώς απέδειξε και λοιδορήθηκε γι αυτό, την ταξική της μεροληψία υπέρ των αδυνάμων. Μια αριστερά που δε δίστασε να ανοίξει ζητήματα κοινωνικής προόδου, όπως ο διαχωρισμός εκκλησίας κράτους και η επέκταση του συμφώνου συμβίωσης για ομόφυλα ζευγάρια. Μια αριστερά που δε συμβιβάστηκε με τη νεοφιλελεύθερη κανονικότητα. Μία αριστερά που τόλμησε και πέτυχε να γράψει ιστορία με μια συνθήκη που θα μνημονεύεται και θα απολογίζεται με θετικό πρόσημο για το μέλλον των λαών και των χωρών της Ευρώπης. Αυτή η αριστερά έτσι κι αλλιώς δεν παραγράφεται, δεν αλλοιώνεται και δε χαρίζεται σε κανέναν.

Δημήτρης Πολυχρόνης

Μέλος του ΣΥΡΙΖΑ Ξάνθης

Μαθηματικός, M.Ed. ΕΑΕ