Μια κατάθλιψη ό,τι κι αν πεις, την έχουμε εισπράξει όλοι μετά τις εκλογές. Ίσως και δύο. Γιατί ο Κυριάκος, που φώναζε και στις 18 γλώσσες που διαφημίζουν οι διαφημιστές του ότι μιλάει πως ο Τσίπρας και ο Τσακαλώτος κατέστρεφαν την οικονομία, βρήκε, αντί για καμένη γη, τα ταμεία γεμάτα. Δισεκατομμύρια… Και μοιράζει.
Τις θετικές ρυθμίσεις (120 δόσεις, φορολογικές ελαφρύνσεις, ρυθμισμένο χρέος) επίσης έτοιμες. Και μοιράζει. Την οικονομία σε άνοδο, τις αγορές να έχουν ξεπεράσει τη δυσπιστία τους και να δανειζόμαστε με επιτόκια – ρεκόρ. Και μοιράζει. Με το αφάγωτο καρβέλι που του παραδόθηκε, μοιράζει καμιά φετούλα.
Τι ακριβώς παρέλαβαν πριν από τέσσερα χρόνια οι δικοί μας, ας μην το συζητάμε. Στάχτη και μπούρμπερη. Αλλά και τι ακριβώς θα κάνει με το καρβέλι που του παραδόθηκε από την πλειοψηφία -δημοκρατία έχουμε- θα φανεί μετά το χειροκρότημα. Γιατί το χειροκρότημα σκεπάζει για την ώρα τη φάκα όσων μοιράζει.
Το μέλλον όσων ακόμα δεν μοιράζει -και δεν μοιράζεται ως Μητσοτάκης. Ψιλοσκεπάζει και τις εφόδους του, που τραμπουκίζουν σύνταγμα και νόμους. Εντάξει, ρε παιδί μου, μας φόρτωσε τον Κοντολέοντα, Κοντο-λεονταρίζει με το άσυλο και τα Εξάρχεια, ανυψώνεται με την κομψή Μαρέβα του σε επικοινωνιακές μπουρμπουλήθρες, αλλά μοιράζει, σου λέει ο άλλος.
Αφήστε, όμως, τον άλλο. Άλλα θα λέει ο άλλος σε λίγο καιρό, όταν ξεστραβωθεί από τους προβολείς του Μαρινάκη και της συστοιχίας των ΜΜΕ. Το θέμα δεν είναι αυτός, αλλά εμείς. Το θέμα είναι ότι για μας το γαρ πολύ της θλίψεως παράγει αυτό ακριβώς που τα εργοστάσιά τους θέλουν. Πολιτική -και προσωπική ενίοτε- κατάθλιψη και γκρίνια.
Γιατί κάναμε εκλογές τον Ιούλιο, γιατί δεν τα μοιράσαμε εμείς, γιατί δεν κάνουμε δυναμική αντιπολίτευση, τι έκανε το οικονομικό επιτελείο, τι δεν έκανε το πρωθυπουργικό επιτελείο. Γιατί δεν παίζει στις μικρές οθόνες η μικρή Ελένη, που κάθεται και κλαίει. Και φαντάζεται ότι το κλάμα της θα ακουστεί -από ποιον;- και θα διορθώσει τα παρελθόντα, τα παρόντα και τα μέλλοντα. Άσχημο θέαμα…
“Γιατί κλαις;” ρώτησε ο διαβάτης ένα παιδί που έκλαιγε στην ερημιά. “Είχα δυο νομίσματα και μου έκλεψε κάποιος το ένα” απάντησε εκείνο. “Και δεν ήρθε κανείς να σε βοηθήσει;”. “Όχι, γιατί δεν ακούγομαι” είπε με προσμονή βοήθειας το παιδί. “Ε, τότε κλάψε πιο δυνατά είπε ο διαβάτης” και του πήρε και το άλλο νόμισμα.
Σε όποιον υποφέρει πάλι από δημοσκοπήσεις της συμφοράς και της θηριώδους διαφοράς, μαυρίζει η ψυχούλα του από χειροκροτήματα δεξιάς χαράς, βομβαρδίζεται από αγιογραφίες του Κυριάκου και τον φτύνουν οι μικρές οθόνες με διθυράμβους για μοιρασιές από τα έτοιμα, που άλλοι μάτωσαν για να εξασφαλίσουν, αφιερώνεται η ιστοριούλα.
Ευτυχώς εδέησε ο Μαρινάκης να αφιερώσει σε όλους μας την εικόνα του ευτραφούς αφεντικού, που καπνίζει το πούρο του -τρομερό ύφος ο μπαγάσας, πρέπει να τον παραδεχτούμε!- και δέχεται με συγκατάβαση βαρόνου τα ταπεινά έως δουλικά διαπιστευτήρια σύμπασας της μακεδονομάχου μέχρι πρόσφατα Δεξιάς της Θεσσαλονίκης, αλλά και της δεξιάς πολιτικής τάξης που μας κυβερνά.
Και το μήνυμά της εικόνας είναι ένα: Φτάνει με την κατάθλιψη, γιατί αυτοί έχουν ξεσαλώσει, δεν κρύβονται πια, κι έχουν βαλθεί να μας πάρουν και το νόμισμα που μας απέμεινε. Την υπομονή, την επιμονή και το θάρρος που χαρακτήριζαν πάντα την Αριστερά και τους αριστερούς σε καιρούς απείρως πιο σκοτεινούς από σήμερα.
Ως εκ τούτου… Μαγιακόφσκι: Μ’ όλη μας τη φωνή. Κι αν είν’ κανείς σας δίχως χέρια, να ‘ρθεί να χτυπηθεί με κουτουλιές. Και με κουτουλιές, ναι.
Άντε, γιατί, ενώ εμείς ομφαλοσκοπούμε τα της ήττας -που μεταξύ μας, όταν ένας στους τρεις Έλληνες σε εμπιστεύεται στην κάλπη και σε συνθήκες προπαγανδιστικού ζόφου, δεν τη λες και ήττα-, εκείνοι εκτελούν τα μικρά και μεγάλα τους πραξικοπήματα.